- φιλόξενοι
- φιλόξενοςloving strangersmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλόξενοι — Φιλόξενος loving strangers masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHASIS — I. PHASIS fluv, celeberrimus, cuius elegans admodum descriptio exstat apud Arrianum in Periplo Ponti Euxini. Virg. Georg. l. 4. v. 367. Phasimque Lycumque Quae coniunctio ad laudem utriusque fluvii. Siquidem teste Strabone l. 11. Ποταμοὶ πλείους… … Hofmann J. Lexicon universale
SIAMUM — Regio peninsulae Indiae ulterioris ampla, a Septentrione in Meridiem porrecta, sub rege proprio cui subsunt etiam regna Dangoma, Iuncalanum, Tanasserium, Ligorium et Singora. Caput totius regni est Iudia, seu Odiaa, ad Menanum fluv. alias… … Hofmann J. Lexicon universale
Βεδουίνοι — Νομαδικές ή ημινομαδικές φυλές που ζουν στις έρημους της βόρειας και βορειοανατολικής Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και, κυρίως, της Αραβίας (ο όρος από το αραβικό μπατάουι, που σημαίνει κάτοικος της ερήμου που ζει νομαδικά). Είναι μουσουλμάνοι,… … Dictionary of Greek
Γιαζήδες ή Γεζίτες — Κουρδικός λαός που ακολουθεί μία μουσουλμανική αίρεση με κεντρικό πρόσωπο τον Μελέκ Τάους ή Εκπεσόντα Άγγελο, αντίστοιχο με τον Εωσφόρο των χριστιανών. Σύμφωνα με ορισμένους, ιδρυτής της αίρεσης ήταν ο χαλίφης Γεζίντ, άλλοι όμως πιστεύουν πως… … Dictionary of Greek
Καφίρ — (Kaffir). Αρχαίος λαός του Αφγανιστάν. Με την ονομασία αυτή, η οποία στην αραβική γλώσσα σημαίνει τους άπιστους, αποκαλούνταν από τους γειτονικούς μουσουλμανικούς λαούς οι κάτοικοι του Καφιριστάν, της σημερινής αφγανικής περιοχής του Νουρεστάν.… … Dictionary of Greek
Ταγάλοι — Μαλαϊκή φυλή, η οποία κατοικεί στο νησί Λουσόν των Φιλιππίνων και είναι η πιο πολιτισμένη του συμπλέγματος των νησιών αυτών. Αριθμεί 2.000.000 άτομα και κύριο κέντρο τους είναι η Μανίλα. Είναι χριστιανοί, αλλά τόσο πολύ δεισιδαίμονες ώστε δεν… … Dictionary of Greek
φαρσαλινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Φάρσαλα, που προέρχεται από τα Φάρσαλα: Χαλβάς φαρσαλινός. 2. ως κύρ. όν., Φαρσαλινός, ο θηλ. ή αυτός που κατοικεί στα Φάρσαλα ή κατάγεται από εκεί: Οι Φαρσαλινοί είναι φιλόξενοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλόξενος — η, ο επίρρ. α ο πρόθυμος να υποδέχεται και να περιποιείται με φιλοφροσύνη τους ξένους στο σπίτι του: Οι φίλοι σας είναι φιλόξενοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)